μέγαρον

μέγαρον
μέγᾰρον (-ον, -ῳ, -ον; -ων, -οις.)
a hall, palace

χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας ὡς ὅτε θαητὸν μέγαρον πάξομεν O. 6.2

τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.62

καί ἦλθον Πελία μέγαρον P. 4.134

ἐπέγνω μὲν Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων P. 4.280

οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν N. 1.31

b pl. pro s. οἵαν Βρομίου τελετὰν καὶ παρὰ σκᾶπτον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. . αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ (sc. Ἀπόλλων, i. e. from his cave) P. 9.29

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μέγαρον — και μάγαρον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ μέγαρα και μάγαρα υπόγεια σπήλαια, ιερά τής Δήμητρος και τής Περσεφόνης, στα οποία κατέβαζαν νεογέννητα χοιρίδια σε μια ορισμένη ημέρα τών εορτών τών Θεσμοφορίων («καὶ ἐς τὰ μέγαρα καλούμενα ἀφιᾱσιν ὗς τῶν… …   Dictionary of Greek

  • μέγαρον — large room neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέγαρον — Μέγαρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάρω — μέγαρον large room neut nom/voc/acc dual μέγαρον large room neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάροιο — μέγαρον large room neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάροις — μέγαρον large room neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάροισι — μέγαρον large room neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάροισιν — μέγαρον large room neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάρου — μέγαρον large room neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάρων — μέγαρον large room neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάρῳ — μέγαρον large room neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”